- κονταροχτυπώ
- και κονταροκτυπώ (Μ κονταροκτυπώ και κονταροχτυπῶ, -άω)συμπλέκομαι σε κονταρομαχία, αγωνίζομαι σε κονταροχτύπημα, μετέχω σε ιππικό αγώνα με κοντάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι + κτυπῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κονταροχτυπώ — και κονταροχτυπάω κονταροχτυπιέμαι, συγκρούομαι σε κονταρομαχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονταροκροτώ — κονταροκροτῶ, έω (Μ) συμπλέκομαι σε αγώνα κονταροχτυπήματος, κονταροχτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρ ιον + κροτώ (< κροτώ < κρότος), πρβλ. ποδο κροτώ, χειρο κροτώ] … Dictionary of Greek
κονταροκτυπώ — (Μ κονταροκτυπῶ, άω) βλ. κονταροχτυπώ … Dictionary of Greek
κονταροχτύπημα — και κονταροκτύπημα, το (Μ κονταροκτύπημα και κονταροχτύπημα) [κονταροχτυπώ] αγώνισμα με κοντάρια μεταξύ εφίππων, κατά το οποίο νικούσε εκείνος που έριχνε τον αντίπαλό του από το άλογο, αλλ. γιόστρα ή τζιόστρα … Dictionary of Greek
ξυλοκονταρίζω — (Μ) διαγωνίζομαι στην ξυλοκονταρία, στο κονταροχτύπημα, κονταροχτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο(ν) + κοντάρι] … Dictionary of Greek